- έμμηνος
- -η, -ο (AM ἔμμηνος, -ον)1. αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή μέσα στη χρονική περίοδο τού μηνός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έμμηναα) η εμμηνορρυσίαβ) οι ουσίες που αποβάλλονται κατά την εμμηνορρυσίααρχ.1. φρ. α) «ἔμμηνοι δίκαι» — δίκες για τις οποίες η απόφαση έπρεπε να εκδοθεί εντός τριάντα ημερών2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το ἔμμηναοι δίκες που εκδικάζονταν κατά τη διάρκεια τού μηνός3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔμμηνασε χρονική περίοδο ενός μηνός.
Dictionary of Greek. 2013.